στο λεξικό PONS
re·pay·ment [ˌri:ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
repayment of a loan:
ˈdebt re·pay·ment ΟΥΣ
re·ˈpay·ment mort·gage ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
re·ˈpay·ment sched·ule ΟΥΣ
- scheduled repayments
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
lending minus repayments ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
repayment method ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
loan repayment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
repayment year ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
repayment schedule ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
repayment amount ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
repayment structure ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
repayment deferral ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.