στο λεξικό PONS
 
  
 Til·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ τυπικ
1. Tilgung ΧΡΗΜΑΤΟΠ (das Tilgen):
 
  
 -  
-  Tilgung θηλ
-  
-  Tilgung θηλ
-  amortization of a mortgage
-  Tilgung θηλ <-, -en>
-  liquidation of debts
-  Tilgung θηλ <-, -en>
-  clearance of a debt
-  Tilgung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Tilgung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
vorzeitige Tilgung phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  vorzeitige Tilgung
-  
 
  
 Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
