στο λεξικό PONS
Scha·dens·er·satz <-es, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Schadensersatz → Schadenersatz
Scha·den·er·satz <-es, ohne pl>, Scha·dens·er·satz ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Scha·den·er·satz <-es, ohne pl>, Scha·dens·er·satz ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
- Schadensersatz wegen Nichterfüllung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.