στο λεξικό PONS
Er·satz <-es> [ɛɐ̯ˈzats] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Ersatz:
2. Ersatz (Entschädigung):
- Ersatz
-
Kaf·fee-Er·satz <-es, ohne pl -es, ohne pl>, Kaf·fee·er·satz ΟΥΣ αρσ
- Kaffee-Ersatz
-
-
- Ersatz αρσ <-es>
-
- Ersatz-
-
- Ersatz-
-
- Ersatz αρσ <-es>
- ersatz
- Ersatz-
-
- Ersatz αρσ <-es>
-
- Ersatz-
-
- Ersatz-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ersatz ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Ersatz (alternative Ware oder Leistung)
-
Ersatz ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
- Ersatz (Austauschware bei Mängeln)
-
Ersatz ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Ersatz (finanzieller Ausgleich)
-
-
- Ersatz αρσ
-
- Ersatz αρσ
-
- Ersatz αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.