στο λεξικό PONS
I. stand·by <pl -s> [ˈstæn(d)baɪ] ΟΥΣ
II. stand·by <pl -s> [ˈstæn(d)baɪ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
- standby
-
- standby generator
- Ersatzgenerator αρσ
ˈstand·by cred·it ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- standby credit
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
standby position ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
stand-by credit ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
stand-by arrangement ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
International Standby Practices ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
- International Standby Practices
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.