Oxford Spanish Dictionary
I. standby <pl standbys> [αμερικ ˈstæn(d)ˌbaɪ, βρετ ˈstan(d)bʌɪ] ΟΥΣ
1. standby (thing, person one can turn to):
2. standby (state of readiness):
II. standby [αμερικ ˈstæn(d)ˌbaɪ, βρετ ˈstan(d)bʌɪ] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. standby (ready for emergency):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.