στο λεξικό PONS
Ver·hand·lungs·füh·rer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Ge·flü·gel·hand·lung ΟΥΣ θηλ
Miss·hand·lung, Miß·hand·lungπαλαιότ [mɪsˈhandlʊŋ] ΟΥΣ θηλ
Ab·fall·be·hand·lung ΟΥΣ θηλ
1. Abfallbehandlung (Industriezweig):
2. Abfallbehandlung (Tätigkeit):
Rechts·hand·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Rah·men·hand·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΟΤ
Handlungswille ΟΥΣ
Handlungsempfehlung ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Handlungsfähigkeit ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Verhandlungsstärke ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Zuwiderhandlung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Handlungsvollmacht ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Gleichbehandlung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Handlungsbedarf ΟΥΣ αρσ CTRL
Verhandlungskosten ΟΥΣ πλ CTRL
Zollbehandlung ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Verhandlungsmacht ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.