Ver·hand·lungs·füh·rer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
- Verhandlungsführer(in)
-
-
- Verhandlungsführer(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.