στο λεξικό PONS
g2 <pl -'s> [ʤi:] ΟΥΣ
g ΦΥΣ συντομογραφία: gravitational acceleration
- g
- g <-(s), -(s)>
G <pl -'s>, g <pl -'s [or -s]> [ʤi:] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
II. G1 [ʤi:] ΕΠΊΘ αμετάβλ αμερικ
G ΚΙΝΗΜ → General-Audience
I. grand [grænd] ΕΠΊΘ
1. grand (splendid):
2. grand οικ (excellent):
3. grand (of age):
4. grand (important):
5. grand (large, far-reaching):
II. grand [grænd] ΟΥΣ
G2 ΟΥΣ no pl
G ΧΗΜ συντομογραφία: Gibbs' function
ˈG-rated ΕΠΊΘ αμετάβλ
G-rated film:
G-string [ˈʤi:strɪŋ] ΟΥΣ
2. G-string (clothing):
- G-string
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.