στο λεξικό PONS
p1 <pl -> [pi:] ΟΥΣ
p συντομογραφία: penny, συντομογραφία: pence
pen·ny <pl -nies [or βρετ pence]> [ˈpeni, pl pen(t)s] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
pence [pen(t)s] ΟΥΣ
pence pl of penny
p2 <pl pp> [pi:] ΟΥΣ
p συντομογραφία: page
- p
- S.
I. page1 [peɪʤ] ΟΥΣ
1. page:
II. page1 [peɪʤ] ΡΉΜΑ αμετάβ
p3 [pi:] ΟΥΣ
p συντομογραφία: pico-
- p
- p <-(s), -(s)>
p4 [pi:] ΕΠΊΡΡ
p ΜΟΥΣ συντομογραφία: piano
- p
- p <-(s), -(s)>
I. pi·ano [piˈænəʊ, αμερικ -noʊ] ΟΥΣ
P <pl -'s>, p <pl 's [or -s]> [pi:] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
P2
P συντομογραφία: peta-
- P
- P <-, ->
P & P [ˌpi:ən(d)ˈpi:] ΟΥΣ no pl βρετ
P & P συντομογραφία: postage and packing
- P & P
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
B/P ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- B/P (Basispunkt: Preiseinheit oder Messgröße für die Veränderung z. B. eines Zinssatzes)
- B/P αρσ
C/P ΟΥΣ
C/P συντομογραφία: Commercial Paper ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- C/P ουδ
S & P index ΟΥΣ
S & P index συντομογραφία: Standard & Poors index ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Standard & Poors index ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
P-wave, primary wave ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
parental generation (P) ΟΥΣ
- parental generation (P)
- Elterngeneration (P)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.