στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Basispunkt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Basispunkt (in Kontraktspezifikationen festgelegte Art der Preisnotierung)
-
Basispunkt ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Basispunkt (Preiseinheit eines Zinssatzes (0,01 %))
-
-
- Basispunkt (BP) αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.