Gro·schen <-s, -> [ˈgrɔʃn̩] ΟΥΣ αρσ
1. Groschen A:
- Groschen
- groschen
2. Groschen ΙΣΤΟΡΊΑ οικ (deutsches Zehnpfennigstück):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.