I. groß·ar·tig [ˈgro:sʔa:ɐ̯tɪç] ΕΠΊΘ
1. großartig (prächtig):
2. großartig (hervorragend):
3. großartig (wundervoll):
- großartig
-
II. groß·ar·tig [ˈgro:sʔa:ɐ̯tɪç] ΕΠΊΡΡ
- großartig
-
- großartig
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.