στο λεξικό PONS
ru·ral [ˈrʊərəl, αμερικ ˈrʊr-] ΕΠΊΘ
semi-ˈru·ral ΕΠΊΘ αμετάβλ
- semi-rural
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
rural population ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
- rural population
- Landbevölkerung θηλ
Rural Credit Cooperatives ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
rural population
- rural population
-
rural settlement [ˌrʊəlˈsetlmənt] ΟΥΣ
- rural settlement
-
rural area [ˌrʊəlˈeəriə] ΟΥΣ
- rural area
-
rural geography [ˈrʊərlˌʤiˈɒɡrəfi] ΟΥΣ
- rural geography
-
rural-urban migration [ˈrʊərlˌɜːbnmaɪˌɡreɪʃn]
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.