στο λεξικό PONS
F <pl -'s>, f <pl -'s [or -s]> [ef] ΟΥΣ
2. F ΜΟΥΣ:
3. F (school mark):
4. F ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
F ΕΠΊΘ after ουσ
F συντομογραφία: Fahrenheit
Fahr·en·heit [ˈfærənhaɪt, αμερικ also ˈfer-] ΟΥΣ
b/f
b/f ΟΙΚΟΝ συντομογραφία: brought forward
- b/f
-
c/f
c/f συντομογραφία: carried forward, συντομογραφία: carry forward
carry forward ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- etw übertragen
f-number ΟΥΣ
-
- Blendenzahl θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
fertility factor [fəˈtɪlətiˌfæktə], f-factor, sex factor ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.