I. in·cen·di·ary [ɪnˈsendiəri, αμερικ -dieri] ΕΠΊΘ
2. incendiary μτφ (causing argument):
II. in·cen·di·ary [ɪnˈsendiəri, αμερικ -dieri] ΟΥΣ
1. incendiary:
2. incendiary τυπικ (arsonist):
- incendiary
-
- incendiary
-
3. incendiary απαρχ (rabble-rouser):
- incendiary
-
-
- incendiary
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.