στο λεξικό PONS
Ab·wei·chung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Abweichung (Unterschiedlichkeit):
- Abweichung einer Auffassung
- deviation [or divergence]
2. Abweichung (das Abkommen):
3. Abweichung ΤΕΧΝΟΛ:
4. Abweichung ΜΑΘ:
- Abweichung mittlere, quadratische
-
zu·läs·sig [ˈtsu:lɛsɪç] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
zulässige Abweichung phrase CTRL
zulässig ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Abweichung ΟΥΣ θηλ CTRL
Abweichung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Abweichung ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.