στο λεξικό PONS
Ab·wei·chung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Abweichung (Unterschiedlichkeit):
- Abweichung einer Auffassung
- deviation [or divergence]
2. Abweichung (das Abkommen):
3. Abweichung ΤΕΧΝΟΛ:
4. Abweichung ΜΑΘ:
- Abweichung mittlere, quadratische
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Abweichung ΟΥΣ θηλ CTRL
Abweichung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
mittlere Abweichung phrase CTRL
zulässige Abweichung phrase CTRL
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Abweichung ΥΠΟΔΟΜΉ
- Abweichungen von der Grünzeitaufteilung
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.