Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
competent [βρετ ˈkɒmpɪt(ə)nt, αμερικ ˈkɑmpədənt] ΕΠΊΘ
1. competent teacher, swimmer, player:
2. competent (adequate, satisfactory):
- competent performance, piece of work
-
- competent knowledge
-
- competent answer
-
- impressively assured, cohesive, competent, large
-
- halfway decent, convincing, competent
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.