I. reg·nen [ˈre:gnən] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα
II. reg·nen [ˈre:gnən] ΡΉΜΑ μεταβ απρόσ ρήμα
Strom2 <-[e]s, Ströme> [ʃtro:m, πλ ˈʃtrø:mə] ΟΥΣ αρσ
2. Strom (fließende Menge):
3. Strom (Schwarm):
| es | regnet |
|---|
| es | regnete |
|---|
| es | hat | geregnet |
|---|
| es | hatte | geregnet |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.