στο λεξικό PONS
I. elek·trisch [eˈlɛktrɪʃ] ΕΠΊΘ
1. elektrisch (durch Strom bewirkt):
2. elektrisch (mit Strom betrieben):
3. elektrisch (Strom führend):
II. elek·trisch [eˈlɛktrɪʃ] ΕΠΊΡΡ (mit elektrischem Strom)
- elektrischer Durchschlag ΗΛΕΚ
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- elektrischer Zaun
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
elektrisch
- elektrischer Personenkraftwagen ΠΕΡΙΒ
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
- elektrischer Anschluss
-
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- spezifischer [elektrischer] Widerstand
- spezifischer [elektrischer] Widerstand
- elektrische Entladung/elektrisches Feld/elektrischer Widerstand