στο λεξικό PONS
I. ˈrail·way [ˈreɪlweɪ] ΟΥΣ esp βρετ
II. ˈrail·way [ˈreɪlweɪ] ΟΥΣ modifier
railway (museum, tunnel):
ca·ble ˈrail·way ΟΥΣ
ˈrail·way bill ΟΥΣ βρετ ΕΜΠΌΡ
ˈrail·way truck ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
mineral railway ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
colliery railway ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
railway line βρετ ΥΠΟΔΟΜΉ, public transport, freight transport
rack railway ΔΗΜ ΣΥΓΚ
underground railway ΔΗΜ ΣΥΓΚ
suspended railway, suspended railroad αμερικ ΔΗΜ ΣΥΓΚ
railway level crossing ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.