στο λεξικό PONS
railway depot ΟΥΣ
-
- Betriebswerk ουδ
-
- Bahnbetriebswerk ουδ
I. ˈrail·way [ˈreɪlweɪ] ΟΥΣ esp βρετ
II. ˈrail·way [ˈreɪlweɪ] ΟΥΣ modifier
railway (museum, tunnel):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
depot βρετ ΥΠΟΔΟΜΉ, public transport
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.