στο λεξικό PONS
 
 I. elek·trisch [eˈlɛktrɪʃ] ΕΠΊΘ
1. elektrisch (durch Strom bewirkt):
2. elektrisch (mit Strom betrieben):
II. elek·trisch [eˈlɛktrɪʃ] ΕΠΊΡΡ (mit elektrischem Strom)
 
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-  
 -  elektrisches Feld
 
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
 elektrisch
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.