στο λεξικό PONS
I. city [ˈsɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. city (large town):
3. city αυστραλ (city centre):
II. city [ˈsɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ modifier
city-ˈstate ΟΥΣ ιστ
I. city ˈcen·tre βρετ, αυστραλ ΟΥΣ
II. city ˈcen·tre βρετ, αυστραλ ΟΥΣ modifier
city ˈfath·er ΟΥΣ dated
gar·den ˈcity ΟΥΣ βρετ
city ˈcoun·cil·lor ΟΥΣ
Twin Cities ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inner-city ΕΠΊΘ ΑΚΊΝ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
cosmopolitan city [ˌkɒzməˈpɒlɪtnsɪti], metropolitan city [ˌmetrəˈpɒlɪtnsɪti], world city, global city ΟΥΣ
city wall ΟΥΣ
African city ΟΥΣ
primate city [ˈpraɪmeɪtˌsɪti] ΟΥΣ
Asian city ΟΥΣ
Islamic city ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
city government αμερικ
city compatible
liveable city ΠΕΡΙΒ
city council government βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.