στο λεξικό PONS
 
  
 mayor [ˈmeəʳ, αμερικ ˈmeɪɚ] ΟΥΣ
-  mayor
-  
-  female mayor
-  Bürgermeisterin θηλ
Lord ˈMay·or ΟΥΣ βρετ
-  Lord Mayor
-  
 
  
 -  
-  mayor
-  
-  mayor
-  Bürgermeister(in)
-  mayor
-  
-  female mayor
-  
-  borough mayor
-  
-  mayor
-  Oberbürgermeister (-bür·ger·meis·te·rin)
-  mayor
-  Oberbürgermeister (-bür·ger·meis·te·rin)
-  βρετ a. ≈ Lord Mayor
-  
-  mayor
-  
-  mayor
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
