στο λεξικό PONS
uˈtil·ities sec·tor ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- utilities sector
-
I. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. utility (usefulness):
2. utility usu pl (public service):
3. utility Η/Υ:
II. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΕΠΊΘ
1. utility (useful):
2. utility (functional):
III. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
utility (company, costs, service):
pub·lic uˈtil·ity ΟΥΣ
uˈtil·ity pro·gram ΟΥΣ Η/Υ
uˈtil·ity room ΟΥΣ
-
- ≈ Waschküche θηλ
uˈtil·ity com·pa·ny ΟΥΣ
utility ΟΥΣ
utility pole ΟΥΣ
-
- Strommast αρσ
-
- Telegrafenmast αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
utility company ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
public utility ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.