στο λεξικό PONS
uˈtil·ity com·pa·ny ΟΥΣ
I. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. utility (usefulness):
2. utility usu pl (public service):
3. utility Η/Υ:
II. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΕΠΊΘ
1. utility (useful):
2. utility (functional):
III. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
utility (company, costs, service):
I. com·pa·ny [ˈkʌmpəni] ΟΥΣ
1. company ΕΜΠΌΡ:
2. company no pl (companionship):
3. company no pl (visitors):
4. company ΘΈΑΤ:
6. company βρετ, καναδ:
7. company βρετ (in the city of London):
II. com·pa·ny [ˈkʌmpəni] ΟΥΣ modifier
company (director, earnings):
utility ΟΥΣ
company ΟΥΣ
company ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
utility company ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- uterine
- uterine wall
- uterus
- UTI
- utilisation
- utility company
- utility pole
- utility program
- utility room
- utilizable
- utilization