Um·gang <-gänge> ΟΥΣ αρσ
1. Umgang (gesellschaftlicher Verkehr):
-
- jds Umgang mit jdm
-
- Umgang αρσ <-(e)s, -gänge>
-
- gesellschaftlicher Umgang
-
- leichtfertiger [o. gedankenloser] Umgang
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.