στο λεξικό PONS
I. ge·sell·schaft·lich ΕΠΊΘ
1. gesellschaftlich (die Gesellschaft betreffend):
2. gesellschaftlich (in besseren Kreisen üblich):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gesellschaftlich ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
- gesellschaftlicher Zusammenhalt
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.