στο λεξικό PONS
Zu·sam·men·halt <-s> ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Zusammenhalt (Solidarität):
2. Zusammenhalt ΤΕΧΝΟΛ:
- Zusammenhalt
-
-
- Zusammenhalt αρσ <-s>
-
- mangelnder Zusammenhalt
-
- wirtschaftlicher Zusammenhalt
-
- Zusammenhalt αρσ
-
- Zusammenhalt αρσ <-s>
- clannishness (in a village, family)
- fester Zusammenhalt (zur Abgrenzung)
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Zusammenhalt ΟΥΣ αρσ
- gesellschaftlicher Zusammenhalt
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- revolutionärer Zusammenhalt