Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. utility [βρετ juːˈtɪlɪti, αμερικ juˈtɪlədi] ΟΥΣ
company [βρετ ˈkʌmp(ə)ni, αμερικ ˈkəmp(ə)ni] ΟΥΣ
1. company προσδιορ:
4. company (companionship):
6. company (society):
7. company (similar circumstances):
στο λεξικό PONS
I. utility <-ies> [ju:ˈtɪlətɪ, αμερικ -t̬ɪ] ΟΥΣ
II. utility <-ies> [ju:ˈtɪlətɪ, αμερικ -t̬ɪ] ΕΠΊΘ
1. utility (useful):
2. utility (functional):
I. utility <-ies> [ju·ˈtɪl·ə·t̬ɪ] ΟΥΣ
II. utility <-ies> [ju·ˈtɪl·ə·t̬ɪ] ΕΠΊΘ
1. utility (useful):
2. utility (functional):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.