στο λεξικό PONS
uti·li·za·tion [ˌju:təlaɪˈzeɪʃən, αμερικ -t̬əlɪˈ-] ΟΥΣ no pl τυπικ
ca·pac·ity uti·li·ˈza·tion ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
utilization ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
limit utilization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capacity utilization ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
degree of utilization ΟΥΣ CTRL
utilization of credit lines ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
utilization of a loan ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
utilisation βρετ, utilization αμερικ [ˌjuːtlaɪˈzeɪʃn] ΟΥΣ
- utilisation
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
utilisation
- utilisation
-
- utilisation
-
-
- utilisation
- Auslastung ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
- utilisation
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- USW
- Ut
- Utahan
- ute
- utensil
- utilisation
- utilitarian
- utilitarianism
- utilities
- utilities sector
- utility