στο λεξικό PONS
Ver·sor·gungs·be·trieb <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
öffentlicher Versorgungsbetrieb ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Versorgungsbetrieb ΔΗΜ ΣΥΓΚ
- öffentliche Versorgungsbetriebe
-
-
- öffentliche Versorgungsbetriebe
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.