στο λεξικό PONS
Ver·sor·gungs·be·trieb <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
- öffentlicher Versorgungsbetrieb
-
-
- öffentlicher Versorgungsbetrieb
-
- öffentlicher Versorgungsbetrieb
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
öffentlicher Versorgungsbetrieb ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
- öffentlicher Versorgungsbetrieb
-
-
- öffentlicher Versorgungsbetrieb αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Versorgungsbetrieb ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- öffentlicher Versorgungsbetrieb