στο λεξικό PONS
utility pole ΟΥΣ
-
- Strommast αρσ
-
- Telegrafenmast αρσ
I. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. utility (usefulness):
2. utility usu pl (public service):
3. utility Η/Υ:
II. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΕΠΊΘ
1. utility (useful):
2. utility (functional):
III. util·ity [ju:ˈtɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
utility (company, costs, service):
pole1 [pəʊl, αμερικ poʊl] ΟΥΣ
pole2 [pəʊl, αμερικ poʊl] ΟΥΣ
1. pole ΓΕΩΓΡ, ΗΛΕΚ:
utility ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.