στο λεξικό PONS
pole1 [pəʊl, αμερικ poʊl] ΟΥΣ
pole2 [pəʊl, αμερικ poʊl] ΟΥΣ
1. pole ΓΕΩΓΡ, ΗΛΕΚ:
pole ΟΥΣ
- pole ΜΑΘ
- Polstelle θηλ
mag·net·ic ˈpole ΟΥΣ
- magnetic pole
-
greasy ˈpole ΟΥΣ μτφ
pole po·ˈsi·tion ΟΥΣ no pl ΑΘΛ
ˈpole-vault·er ΟΥΣ
- pole-vaulter
-
utility pole ΟΥΣ
-
- Strommast αρσ
-
- Telegrafenmast αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
growth pole ΟΥΣ
- growth pole
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
lighting column βρετ, light pole αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.