στο λεξικό PONS
I. resi·dent [ˈrezɪdənt] ΟΥΣ
1. resident (person living in a place):
2. resident ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
II. resi·dent [ˈrezɪdənt] ΕΠΊΘ
1. resident αμετάβλ (stay):
2. resident προσδιορ, αμετάβλ (living where one is employed):
3. resident (employed in a particular place):
I. non-ˈresi·dent ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. non-resident (non local):
II. non-ˈresi·dent ΟΥΣ
-
- Nichthotelgast αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
non-resident account ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
residents' parking land use, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.