στο λεξικό PONS
residual-current circuit breaker ΟΥΣ
I. cur·rent [ˈkʌrənt, αμερικ ˈkɜ:r-] ΕΠΊΘ
II. cur·rent [ˈkʌrənt, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. current (of air, water):
2. current ΗΛΕΚ:
I. re·sid·ual [rɪˈzɪdjuəl, αμερικ -ˈzɪʤ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. residual (remaining):
cir·cuit [ˈsɜ:kɪt, αμερικ ˈsɜ:r-] ΟΥΣ
1. circuit (closed system):
4. circuit (sequence of events):
5. circuit ΝΟΜ:
-
- Gerichtsbezirk αρσ <-(e)s, -e> (in dem, oft an verschiedenen Orten, regelmäßig Gerichtstage abgehalten werden)
-
- ≈ Landgericht ουδ
residual ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.