στο λεξικό PONS
volt·age [ˈvəʊltɪʤ, αμερικ ˈvoʊlt̬ɪʤ] ΟΥΣ
- voltage
-
voltage ΟΥΣ
- medium voltage ΗΛΕΚ
- Mittelspannung θηλ
- ultrahigh voltage ΗΛΕΚ
- Höchstspannung θηλ
ˈbeam volt·age ΟΥΣ ΦΥΣ
- beam voltage
-
high ˈvolt·age ΟΥΣ
- high voltage
-
ˈvolt·age se·lec·tor ΟΥΣ ΗΛΕΚ
ˈvolt·age regu·la·tor ΟΥΣ ΗΛΕΚ
- voltage regulator
-
ˈvolt·age de·tec·tor ΟΥΣ ΗΛΕΚ
- voltage detector
-
ignition voltage ΟΥΣ
- ignition voltage ΑΥΤΟΚ
- Zündspannung θηλ
voltage source ΟΥΣ
- voltage source ΦΥΣ
- Spannungsquelle θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
threshold voltage [ˈθreʃəʊldˌvəʊltɪdʒ] ΟΥΣ
- threshold voltage
-
voltage-gated channels [ˌvɒltɪdʒɡeɪtɪdˈtʃænl] ΟΥΣ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ana·logue ˈvolt·age sig·nal ΟΥΣ electron
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.