στο λεξικό PONS
ig·ni·tion [ɪgˈnɪʃən] ΟΥΣ
ig·ˈni·tion key ΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΚΉ
- ignition key
-
ig·ˈni·tion switch <-es> ΟΥΣ
- ignition switch
- Zündschalter αρσ
- ignition switch
-
ignition voltage ΟΥΣ
- ignition voltage ΑΥΤΟΚ
- Zündspannung θηλ
capacitor discharging ignition, CDI ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.