ca·paci·tor [kəˈpæsɪtəʳ, αμερικ -ət̬ɚ] ΟΥΣ ΗΛΕΚ
- capacitor
-
capacitor ΟΥΣ
- backup capacitor ΗΛΕΚ
- Stützkondensator αρσ
capacitor discharging ignition, CDI ΟΥΣ
- Kondensator ΗΛΕΚ a.
- capacitor
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.