στο λεξικό PONS
ca·ˈpac·ity con·straint ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
con·straint [kənˈstreɪnt] ΟΥΣ
1. constraint (compulsion):
2. constraint:
-  to impose constraints on sb/sth
-  
-  to impose constraints on sb/sth
-  jdn/etw einschränken
-  to place constraints on sth
-  
3. constraint no pl τυπικ:
I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
-  industrial [or manufacturing][or production]capacity
-  
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
constraint ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capacity constraint ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
