στο λεξικό PONS
I. ma·xi·mal [maksiˈma:l] ΕΠΊΘ
II. ma·xi·mal [maksiˈma:l] ΕΠΊΡΡ
- maximal
- maximal
-
- maximal
-
- Maximal-
-
- maximal
-
- Maximal-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
maximal zulässig
- maximal zulässig
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.