Gast <-es, Gäste> [gast, πλ ˈgɛstə] ΟΥΣ αρσ
1. Gast (eingeladene Person):
2. Gast (Besucher einer fremden Umgebung):
-
- Gast αρσ <-es, Gäs·te>
-
- Gast-
-
- Gast αρσ <-es, Gäs·te>
-
- besonderer Gast αρσ
-
- Gast αρσ <-es, Gäs·te>
-
- [Pensions]gast αρσ
-
- Gast- nach ουσ
-
- Gast αρσ <-es, Gäs·te>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.