στο λεξικό PONS
free·dom [ˈfri:dəm] ΟΥΣ
2. freedom no pl (unrestricted):
3. freedom no pl (unaffected):
4. freedom (right):
5. freedom (room for movement):
ˈfree·dom fight·er ΟΥΣ
de·gree of ˈfree·dom ΟΥΣ ΜΑΘ, ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ
-  
-  Freiheitsgrad αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
arrangement freedom ΟΥΣ CTRL
valuation freedom ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
arbitrage freedom ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
freedom to conduct business ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
freedom to provide services ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
freedom of speech ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
