στο λεξικό PONS
free·dom [ˈfri:dəm] ΟΥΣ
2. freedom no pl (unrestricted):
3. freedom no pl (unaffected):
4. freedom (right):
5. freedom (room for movement):
ar·range·ment [əˈreɪnʤmənt] ΟΥΣ
1. arrangement (preparations):
- arrangements pl
-
2. arrangement (agreement):
3. arrangement (method of organizing sth):
4. arrangement (ordering):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
arrangement freedom ΟΥΣ CTRL
arrangement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- arrack
- arraign
- arraignment
- arrange
- arranged marriage
- arrangement freedom
- arrangement transaction
- arranger
- arrant
- arras
- array