στο λεξικό PONS
- Konsortialführer ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- Bearbeiter(in)
- arranger
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
arranger ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- arranger
- Arranger αρσ
arranger ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- arranger (Führungsbank)
- Arrangeurin θηλ
-
- arranger
- Arranger
- arranger
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.