στο λεξικό PONS
ar·rears [əˈrɪəz, αμερικ -ˈrɪrz] ΟΥΣ πλ
1. arrears ΧΡΗΜΑΤΟΠ (overdue money):
ˈrent ar·rears ΟΥΣ πλ
- rent arrears
-
ˈtax ar·rears ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- tax arrears
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
arrears ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- arrears
-
- arrears
-
commercial arrears ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- commercial arrears
-
tax arrears ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- tax arrears
- Steuerrückstände αρσ
in arrears phrase handel
interest on arrears ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
arrears monitoring system ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- arrears monitoring system
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.