στο λεξικό PONS
fall·ing [ˈfɔ:lɪŋ, αμερικ esp ˈfɑ:l-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. falling (falling down):
2. falling (declining, decreasing):
fall·ing ˈstar ΟΥΣ ΑΣΤΡΟΛΟΓ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
falling prices ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
falling trend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Abwärtstrend αρσ
falling due next phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.